συμπεραίνω

συμπεραίνω
ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυμπεραίνω Α
(στην αρχ. μόνον το μέσ. συμπεραίνομαι) καταλήγω σε συμπέρασμα μετά από έλεγχο δεδομένων, συνάγω λογικό συμπέρασμα (α. «από όσα άκουσα, συμπεραίνω ότι βρίσκεται σε δύσκολη θέση» β. «τὴν ἑτέραν λαβόντα πρότασιν, συμπεραίνεσθαι τὴν λοιπήν, ἣν ἐλάμβανεν ἐν ἑτέρῳ συλλογισμῷ», Αριστοτ.)
αρχ.
1. οδηγώ σε πέρας κάτι μαζί με άλλον, συνεργώ στην εκτέλεσή του, αποπερατώνω μαζί με άλλον («ᾗ χρῆν μετεῑναι τῶνδε τῶν βουλευμάτων καὶ ξυμπεραίνειν», Ευρ.)
2. ολοκληρώνω κάτι, φέρνω κάτι σε πέρας, αποπερατώνω, αποτελειώνω
3. καθιστώ κάτι ασφαλέστερο ή τελειότερο
4. αποφασίζω
5. (αμτβ.) εκτείνομαι σε ίσο μήκος, σε ίση απόσταση με άλλον, έχω τα ίδια πέρατα («τοῡτο δὴ συμπεραίνει καὶ ἐπεκτείνεται εἰς τὴν τοῡ θήλεος χώραν καὶ ὑποδοχήν», Αριστοτ.)
6. μέσ. καταλήγω
7. παθ. α) εκτελούμαι συγχρόνως
β) εξάγομαι ως λογικό συμπέρασμα
8. (το ουδ.μτχ. παθ. αορ. ή παρακμ. ως ουσ.) τὸ συμπερανθέν ή τὸ συμπεπερασμένον
το συμπέρασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + περαίνω «φέρω εις πέρας, τελειώνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συμπεραίνω — accomplish jointly pres subj act 1st sg συμπεραίνω accomplish jointly pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπεραίνω — συμπεραίνω, συμπέρανα βλ. πίν. 44 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συμπεραίνω — συμπέρανα, από ορισμένα δοσμένα συνάγω μια κρίση: Από όλα αυτά μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμπεπερασμένα — συμπεραίνω accomplish jointly perf part mp neut nom/voc/acc pl συμπεπερασμένᾱ , συμπεραίνω accomplish jointly perf part mp fem nom/voc/acc dual συμπεπερασμένᾱ , συμπεραίνω accomplish jointly perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπεραίνῃ — συμπεραίνω accomplish jointly pres subj mp 2nd sg συμπεραίνω accomplish jointly pres ind mp 2nd sg συμπεραίνω accomplish jointly pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμπεραινομένων — συμπεραίνω accomplish jointly pres part mp fem gen pl συμπεραίνω accomplish jointly pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμπερανθέντα — συμπεραίνω accomplish jointly aor part pass neut nom/voc/acc pl συμπεραίνω accomplish jointly aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπεπερασμένον — συμπεραίνω accomplish jointly perf part mp masc acc sg συμπεραίνω accomplish jointly perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπεπερασμένων — συμπεραίνω accomplish jointly perf part mp fem gen pl συμπεραίνω accomplish jointly perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπεπέρανται — συμπεραίνω accomplish jointly perf ind mp 3rd pl (epic ionic) συμπεραίνω accomplish jointly perf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”